-
1 измерение
измерение с το μέτρημα, η μέτρηση \измерение температуры η θερμομέτρηση* * *сτο μέτρημα, η μέτρησηизмере́ние температу́ры — η θερμομέτρηση
-
2 термометрия
физ. η θερμομετρία, η θερμομέτρηση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > термометрия
-
3 θερμομέτρημα
το, θερμομέτρηση [-ις (-εως)] η1) измерение температуры; 2) измерение теплоты, количества тепло; 3) перен. опрос, опрашивание; определение (мнения и т. п.);θερμομέτρημα της κοινής γνώμης — опрос общественного мнения
См. также в других словарях:
θερμομέτρηση — η 1. η μέτρηση τής θερμοκρασίας ανθρώπου ή ζώου με θερμόμετρο 2. η εκτίμηση τών διαθέσεων κάποιου με προσοχή («θερμομέτρηση τής κοινής γνώμης»). [ΕΤΥΜΟΛ. < θερμομετρώ. Η λ. στον λόγιο τ. θερμομέτρησις απαντά από το 1894 στον Αν. Δαμβέργη στην… … Dictionary of Greek
θερμομέτρηση — η μέτρηση της θερμοκρασίας, λήψη θερμοκρασίας: Θερμομέτρηση των ασθενών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θερμόμετρο — Κάθε όργανο κατάλληλο για τη μέτρηση της θερμοκρασίας. Τα περισσότερα θ. βασίζονται στη διαστολή των σωμάτων με την αύξηση της θερμοκρασίας. Τα σύγχρονα θ. βασίζονται όλο και περισσότερο στη μεταβολή της ηλεκτρικής αγωγιμότητας ειδικών ημιαγωγών… … Dictionary of Greek
θερμομέτρημα — το [θερμομετρώ] η θερμομέτρηση … Dictionary of Greek
Ολλανδία — I Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει Δ με το Βέλγιο, Α με τη Γερμανία, και βρέχεται Β από τη Βόρεια θάλασσα.Το σημερινό έδαφος της Ο. προέκυψε μετά την αποχώρηση του Βελγίου, το 1830, από το βασίλειο της Ο., το οποίο είχε δημιουργηθεί το 1815 … Dictionary of Greek
θερμομετρικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στη θερμομέτρηση και τα θερμόμετρα: Θερμομετρική κλίμακα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)